κυμογράφος

κυμογράφος
ο
βλ. κυματογράφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυματογράφος — και κυμογράφος, ο ιατρ. συσκευή μηχανικής καταγραφής και παραστάσεως τών ρυθμικών κινήσεων τής καρδιάς, τού σφυγμού, τής αναπνοής κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κυματογράφος — κυματογράφος, ο και κυμογράφος, ο όργανο για τη μέτρηση των ρυθμικών κινήσεων του σφυγμού, της αναπνοής κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”